- μονόγυνος
- -η, -οφρ. «μονόγυνο άνθος»βοτ. το άνθος που έχει έναν μόνο ύπερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
αγρουγκιά — Κοινή ονομασία του φυτού κράτωγος ο μονόγυνος της οικογένειας των ροδιδών. Πρόκειται για δέντρο πολύ αγκαθωτό, ύψους 2 4 μ., με φύλλα ανοιχτοπράσινα. Τα άνθη του είναι άσπρα ή ρόδινα σε πυκνό κόρυμβο και ο καρπός του μονοπύρηνος και ανούσιος. Το… … Dictionary of Greek
κράτεγος — Γένος φυτών της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα αυτοφύονται οκτώ είδη. Αξιόλογο είδος είναι ο κ. ο οξυάκανθος, θάμνος ύψους μέχρι 5 μ., γνωστός και με τις ονομασίες μουρτζιά, μουμουτζελιά, τρικουκιά. Είναι πολύκλαδος,… … Dictionary of Greek